- τυφλότητα
- τυφλότηςblindnessfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τυφλότητα — η / τυφλότης, ητος, ΝΑ [τυφλός] το να είναι κανείς τυφλός, έλλειψη όρασης αρχ. 1. (για το τυφλό έντερο) έλλειψη στομίου 2. μτφ. (για συλλαβή) το να λήγει σε σύμφωνο … Dictionary of Greek
τυφλότητα — η η έλλειψη της όρασης, η τύφλωση, η τύφλα, η στραβωμάρα (κυριολ. και μτφ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκότος — ους, το / σκότος, εος, ΝΜΑ, και συν. ποιητ. σκότος, ου, ὁ Α 1. απουσία φωτός σε έναν χώρο, η οποία καθιστά αφανή ή δυσδιάκριτα τα πρόσωπα ή τα αντικείμενα που βρίσκονται σε αυτόν, σκοτάδι, σκοτίδι (α. «ο ήλιος διέλυσε τα σκότη τής νύχτας» β. «καὶ … Dictionary of Greek
αλαός — (alaus). Κολεόπτερα έντομα της οικογένειας των ελατηριδών. Έχουν σχετικά μεγάλο σώμα με τριχωτά λέπια και κίτρινο χρωματισμό. Ζουν στις τροπικές χώρες και μόνο ο α. ο κοινός ζει στην Ευρώπη. Το έντομο αυτό, που είναι πολύ κοινό στη Σρι Λάνκα,… … Dictionary of Greek
ανοψία — (I) ἀνοψία, η (Α) [όψον] έλλειψη ψαριών για προσφάγι. (II) η (Α ιων. ἀνοψίη) η ανικανότητα όρασης, τυφλότητα … Dictionary of Greek
σκοτάδι — το, Ν 1. έλλειψη φωτός, σκότος (α. «κοιτάζοντας ο καθένας τον ίδιο κόσμο χωριστά, το φως και το σκοτάδι στη βουνοσειρά», Σεφέρης β. «εκεί που τραβούσανε τη νύχτα στο σκοτάδι», Ερωτόκρ.) 2. μτφ. α) έλλειψη σαφήνειας, βεβαιότητας ή σιγουριάς («η… … Dictionary of Greek
σκοτώνω — Ν 1. θανατώνω, φονεύω (α. «σκότωσε τη γυναίκα του» β. «καὶ σκοτωμένους δυο απ αυτούς, πολλ άσκημα ευρήκα», Ερωτόκρ.) 2. μτφ. α) προκαλώ βαθιά θλίψη και πόνο, ταλαιπωρώ, σωματικά ή ψυχικά, καταβασανίζω (α. «με αυτό που μού είπες μέ σκότωσες» β.… … Dictionary of Greek
σκότωσις — ώσεως, ἡ, ΜΑ [σκοτῶ (III)] μτφ. α) πνευματική ή ψυχική σύγχυση, πλάνη («τὴν ἐξ ἀπροσεξίας σκότωσίν μοι... ἐπισκήψασαν», Μηναί.) β) θάμπωμα («τοσαύτη ἡ τῆς ἁμαρτίας σκότωσις», Ιωάνν. Χρυσ.) αρχ. 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκοτῶ* (III),… … Dictionary of Greek
τυφλάγρα — ἡ, Α τυφλότητα, τύφλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυφλός + ἄγρα «κυνήγι» (πρβλ. ποδ άγρα)] … Dictionary of Greek
τύφλα — η, Ν 1. τυφλότητα, στραβομάρα 2. μτφ. (ως υβριστική χειρονομία) φάσκελο, μούντζα 3. (ως επιφών.) «τύφλα!» ή «τύφλες και μούντζες!» λέγεται για κάποιον που σκοντάφτει ή που είναι, γενικά, αδέξιος 4. φρ. α) «τύφλα στο μεθύσι» πολύ μεθυσμένος, πίτα… … Dictionary of Greek